φραγκολεβαντίνος, -α, -ικο

φραγκολεβαντίνος, -α, -ικο
1. Φράγκος (Ευρωπαίος στην καταγωγή), που γεννήθηκε και κατοικεί σε χώρα της εγγύς Ανατολής.
2. άτομο χωρίς εθνική ή ηθική συνείδηση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”